Έγινε ενημέρωση: 1 Απρ
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΠΛΑΝΑΤΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ
H παγκόσμια οικονομική κρίση και η πανδημία, με την οικονομική στενότητα και το ψυχολογικό φορτίο που επέφεραν, επιτάχυναν τις αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες της ελληνικής οικογένειας, με κύριο στοιχείο την απουσία του απαραίτητου αριθμού θρεπτικών γευμάτων και την υπερκατανάλωση φτηνών, κακής ποιότητας τροφίμων, που προκαλούν μια σειρά προβλημάτων στα παιδιά, όπως ο υποσιτισμός, η παχυσαρκία, αλλά και κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα που σχετίζονται με το αυξημένο βάρος (π.χ. bullying στο σχολικό περιβάλλον).
Ελλάδα και υποσιτισμός:
Μετά τη λαίλαπα της οικονομικής κρίσης, το 9% των παιδιών στη χώρα μας δεν είχε τη δυνατότητα να απολαύσει ούτε ένα γεύμα με πρωτεΐνη, όταν πριν την έναρξη της κρίσης το ποσοστό ήταν 4%. Το 14% των παιδιών αδυνατούσε να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό με κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι κάθε δεύτερη ημέρα, με αποτέλεσμα να υποσιτίζεται.
Συνολικά, το 95% του πληθυσμού στην Ελλάδα, δεν προσλαμβάνει τις συστηνόμενες ποσότητες πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (φυτικά έλαια και ψάρι), ενώ το 60% δεν προσλαμβάνει αρκετές φυτικές ίνες (φρούτα, λαχανικά, όσπρια).
Η απουσία σχολικών γευμάτων στη διάρκεια της πανδημίας επιδείνωσε το πρόβλημα, ενώ και η επερχόμενη αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά θα υποβαθμίσει περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών.
Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως ο υποσιτισμός δεν σχετίζεται απαραίτητα με έλλειψη βάρους, αφού η υπερκατανάλωση τροφών φτωχής ποιότητας στην προσπάθεια για κορεσμό της πείνας, μπορεί να επιφέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους, με παράλληλη, σοβαρή έλλειψη θρεπτικών συστατικών, κάτι που είναι γνωστό ως “κρυμμένη πείνα”.
Ελλάδα και παιδική παχυσαρκία:
Με τον όρο παιδική παχυσαρκία, αναφερόμαστε στη συγκέντρωση σωματικού λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, η οποία μπορεί να επιφέρει σοβαρούς κινδύνους στην υγεία, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα και σακχαρώδη διαβήτη.
Στη χώρα μας, 37,5% των παιδιών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και υπολογίζεται ότι έως το 2030 προβλέπεται να υπάρχουν στην Ελλάδα 281.463 παχύσαρκα παιδιά, ηλικίας 5-19 χρόνων .
Οι διατροφικές συνήθειες και ο καθιστικός τρόπος ζωής αποτελούν την πηγή του κακού.
Τα παχύσαρκα παιδιά καταναλώνουν τουλάχιστον ένα snack και έτοιμο φαγητό την ημέρα, ενώ δεν αθλούνται και δεν συμμετέχουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες.
Το κόστος της παιδικής παχυσαρκίας δεν είναι μόνο σωματικό. Υπολογίζεται ότι το 40% των παιδιών με παχυσαρκία υποφέρει από κατάθλιψη, ενώ η παχυσαρκία συνδέεται με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η σχέση καταθλιπτικών συμπτωμάτων και παχυσαρκίας ξεκινά στην παιδική/εφηβική ηλικία, κυρίως στα κορίτσια.
ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ.
Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι σύνθετα και πολύπλευρα ζητήματα, τα οποία επηρεάζουν ιδιαίτερα τα παιδιά ηλικίας 0-6 ετών.
Όπως αναφέρεται στο έγγραφο «Αντιμετώπιση κοινωνικών και πολιτισμικών ανισοτήτων μέσω της εκπαίδευσης και της φροντίδας προσχολικής ηλικίας στην Ευρώπη» που εκδόθηκε από το EACEA το 2009, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στη φτώχεια, η οποία, στην πρώιμη παιδική ηλικία περισσότερο από ό, τι στα επόμενα χρόνια, οδηγεί συχνά σε επίμονα μαθησιακά προβλήματα και κακή προσαρμογή στη συμπεριφορά.
Συγκεκριμένα, η προσχολική ηλικία είναι μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδος στην ανάπτυξη των παιδιών.
Οι περισσότεροι κίνδυνοι που υφίστανται τα παιδιά σχετίζονται με το χαμηλό εισόδημα, την κοινωνική τάξη ή την εθνική μειονότητα.
Για το λόγο αυτό, η δράση κατά της εκπαιδευτικής φτώχειας δεν σημαίνει μόνο αύξηση του αριθμού των παιδιών που παρακολουθούν προσχολική ηλικία, αλλά και εργασία στο κοινωνικό, εκπαιδευτικό και οικονομικό πλαίσιο που αφορά ολόκληρη την κοινότητα.
Η πρόοδος στη νευρολογική έρευνα μας παρουσιάζονται με πιο συγκεκριμενο και διαφωτιστικό οι επιπτώσεις της φτώχειας στην πρώιμη ανάπτυξη και τα κρίσιμα ζητήματα γινονται πλεον επιτακτικα που εχουν να κανουν με τις πολιτικές για την εκπαίδευση και την υγεία αλλα και με την κοινωνική ευημερία και τη δικαιοσύνη ανηλίκων.
Η διασύνδεση μεταξύ της οικογενειακής φτώχειας και της αρνητικής επιρροής που αυτή επιφέρει στην υγεία του παιδιού κατά τα επόμενα χρόνια της ζωής του, υπήρχε ανέκαθεν σαν ερευνητική υπόθεση αλλα με την τεχνολογική πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών, προσφέρει πλέον στους κοινωνικούς ερευνητές και στους νευροεπιστήμονες μια πιο επεξηγηματική και κατά πολύ μεγαλύτερη κατανόηση σχετικά με τις επιπτώσεις αυτής (της φτώχειας) και των στερημένων κοινωνικοοικονομικών δεδομένων των παιδιών στην πρώιμη ανάπτυξη των γνωστικών τους ικανοτήτων, επιπτώσεις παρόμοιες με αυτές της ανεπαρκούς διατροφής.
Η σημασία αυτής της σύνδεσης θα πρέπει να έχει επιπτώσεις σχετικά με τον προγραμματισμό και τις ενδεικνυόμενες πολιτικές που θα ακολουθηθούν για τη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού των παιδιών σε παγκόσμια κλίμακα.
Τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη των μελλοντικών ικανοτήτων
Στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού λαμβάνουν χώρα πολύ σημαντικής τάξης αναπτυξιακά γεγονότα με τις αλλαγές που συμβαίνουν στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του να είναι καθοριστικής σπουδαιότητας ως προς την ανάπτυξη των μελλοντικών του ικανοτήτων μιας και αποτελούν ζωτικής σημασίας θέματα για μια ταχεία ανάπτυξη του εγκεφάλου του.
Ετσι κατά τη γέννηση ο εγκέφαλος ζυγίζει περίπου 400 γραμμάρια και έχει 100 δισεκατομμύρια νευρώνες αλλά κατά την ηλικία των 2 ζυγίζει 1100 γραμμάρια και είναι ήδη 80% περίπου το μέγεθος ενός ενήλικα εγκεφάλου.
Σε κάποια πρώιμα στάδια της ανάπτυξης στον εγκέφαλο των παιδιών προστίθενται μέχρι και
μισό εκατομμύριο νευρώνες ανά λεπτό.
Έτσι από την ηλικία των 3 ετων θα έχει 1000 τρισεκατομμύρια συνδέσεις νευρώνων.
Σε αυτη την περίοδο αυτών των ραγδαίων αλλαγών στον εγκέφαλο των παιδιών αναπτύσσονται και δημιουργούνται οι νευρολογικές βάσεις που θα στηρίξουν την ανάπτυξη των μετέπειτα κοινωνικών, γλωσσικών και συναισθηματικών ικανοτήτων.
Η έρευνα δημιουργεί ακόμη νέες γνώσεις και για την πιθανή ζημία που προκαλείται από τη φτώχεια καθώς οι νευροεπιστήμονες περιγράφουν τον τρόπο που τα παιδιά βιώνουν τις καταστάσεις που σχετίζονται με τη φτώχεια: Έτσι μαζί με την απουσία της τρυφερής ανατροφής αλλά και τα υψηλά επίπεδα του στρες που συνδέονται με το στρες που αντιμετωπίζουν οι γονείς σε μια τέτοια κατάσταση φτώχειας μπορεί να πυροδοτήσουν μια αλληλουχία νευρολογικών και ορμονικών αντιδράσεων, να διαταράξουν δραστικά την ανάπτυξη του εγκεφάλου και να έχουν αρνητικές επιπτώσεις για τη γλώσσα, τη μάθηση και την προσοχή.
Η φτώχεια στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού μπορεί να γίνει ιδιαίτερα επιβλαβής μιας και αυτή η εκπληκτικά γρήγορη ανάπτυξη του εγκεφάλου των μικρών παιδιών τα καθιστά πολύ ευαίσθητα και ευάλωτα στις δυσχερείς περιβαλλοντικές συνθήκες που δημιουργεί η φτώχεια.
Κι αφού οι μελέτες στις νευροεπιστήμες έχουν διερευνήσει το πώς οι γνωστικές και άλλες ικανότητες, όπως η ικανότητα χειρισμού του άγχους, είναι αλληλένδετες και με δεδομένο ότι όλα προέρχονται από την πρώιμη παιδική ηλικία, αυτές οι αντιξοότητες των περιβαλλοντικών συνθηκών μπορούν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο σε κάθε μια από αυτές τις θεμελιώδεις ικανότητες.
Ένα ενθαρρυντικό περιβάλλον και μια αίσθηση ασφάλειας στην πρώιμη παιδική ηλικία μπορεί να είναι κρίσιμης σημασίας για την υγιή ανάπτυξη του εγκεφάλου, καθώς και την ποιότητα των δεξιοτήτων και των προοπτικών της ζωής του ατόμου.
(Έρευνα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ).
Η φτώχεια στην πρώιμη παιδική ηλικία και οι πολύπλοκες επιπτώσεις που αυτή δημιουργεί, ας ληφθεί σοβαρα υπόψιν και να αποτελέσει μια πρόκληση για τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν μελλοντικά.
«Όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε φτωχές συνθήκες και με περιορισμένα ερεθίσματα, υψηλά επίπεδα στρες, και ούτω καθεξής, είναι πιο πιθανό να μεγαλώσει με προβλήματα στη σωματική και ψυχική υγεία και μειωμένη ακαδημαϊκή επίδοση» μας λέει η Μ. Farah, διευθύντρια του Κέντρου για τις Νευροεπιστήμες και την Κοινωνία στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Τα στοιχεία της Eurostat και της UNICEF δείχνουν ότι 13 εκατομμύρια παιδιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συν τη Νορβηγία και την Ισλανδία) στερούνται βασικών αγαθών που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξή τους.
Αυτό θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις και για το μέλλον του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού. Μία από τις βασικές προτεραιότητες της στρατηγικής της Ευρώπης 2020 είναι ως εκ τούτου η εξάλειψη της παιδικής φτώχειας.
Ταυτόχρονα όμως, οι εκτιμήσεις των νευροεπιστημόνων εξακολουθούν να έχουν μια ‘περιθωριακή παρουσία’ και να μην λαμβάνονται αναλόγως της χρησιμότητάς τους υπόψιν στη χάραξη πολιτικής, η οποία σήμερα επικεντρώνεται κυρίως στα χρόνια μετά την προσχολική ηλικία (περίπου στα 4), όταν πια είναι πάρα πολύ αργά για να βελτιωθεί η ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ενσωμάτωση των ευρημάτων των πρόσφατων επιστημονικών ανακαλύψεων στον τομέα του σχεδιασμού πολιτικών θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο αποτελεσματικά στη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, και θα μπορούσε επίσης είναι κρίσιμη παράμετρος ως προς την ορθή στόχευση και αποτελεσματικότητα των πολιτικών για τη δημόσια υγεία, την εκπαίδευση και τη δικαιοσύνη των ανηλίκων.